Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



σεβασμόν, τόν


Ερμηνεία:

[ο σεβασμός, του σεβασμού (το να συμπεριφέρεται κάποιος προς κάποιον με σέβας, ευλάβεια, κατανόηση, αναγνώριση)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) σεβάζομαι (συστέλλομαι, φοβούμαι ντρέπομαι < (Όμηρ.) σέβας (ευσέβεια, αιδώς, ντροπή, θαυμασμός, θαύμα < Ομηρ σέβομαι (συστέλλομαι, φοβούμαι, ντρέπομαι)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… με πάντα σεβασμόν….[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: